τριμάτιον

τριμάτιον
τὸ, Α
είδος μέτρου που περιείχε τρία μάτια, το 1/15 τής αρτάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + μάτιον «αιγυπτιακό μέτρο χωρητικότητας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”